- διανεμητής
- ο (θηλ. -τρία, η) (Μ διανεμητής) [διανέμω]αυτός που διανέμεινεοελλ.γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανεμητής — distributor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητής — ο θηλ. διανεμήτρια 1. αυτός που διανέμει, μοιράζει κάτι. 2. γεωργικό μηχάνημα που απλώνει στα χωράφια το λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανεμηταί — διανεμητής distributor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek